λεκιθοπώλης

λεκιθοπώλης
λεκιθοπώλης, ὁ, θηλ. λεκιθόπωλις, -ώλιδος (Α) [λέκιθος]
αυτός που πουλά αλεσμένα όσπρια ή αυτός που πουλά αβγά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεκιθοπώλης — peasepudding seller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …   Dictionary of Greek

  • λεκιθοπωλίδων — λεκιθόπωλις peasepudding seller fem gen pl λεκιθοπώλης peasepudding seller fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκιθοπώλιδι — λεκιθόπωλις peasepudding seller fem dat sg λεκιθοπώλης peasepudding seller fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκιθόπωλιν — λεκιθόπωλις peasepudding seller fem acc sg λεκιθοπώλης peasepudding seller fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκιθόπωλις — peasepudding seller fem nom sg λεκιθοπώλης peasepudding seller fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”